μουνούχισμα

μουνούχισμα
το оскопление, кастрирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μουνούχισμα" в других словарях:

  • μουνούχισμα — το [μουνουχίζω] ευνουχισμός …   Dictionary of Greek

  • μουνούχισμα — το ο ευνουχισμός, η αφαίρεση των γεννητικών αδένων ανθρώπου ή ζώου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευνούχισμα — και μουνούχισμα, το [ευνουχίζω] ευνουχισμός …   Dictionary of Greek

  • εκτόμηση — η (ιατρ.), μουνούχισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευνουχισμός — ο 1. αφαίρεση των γεννητικών αδένων αρσενικού ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνούχισμα. 2. μτφ., αφαίρεση ικανότητας ή δικαιώματος από τον άνθρωπο: Ευνουχισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»